πεννιά

πεννιά
η
1) росчерк пера; 2) капелька чернил (на кончике пера при обмакивании);

παίρνω μιά πεννιά — обмакнуть перо;

§ δε μ' άφησε ούτε πεννιά να βάλω σήμερα — он не дал мне ничего написать сегодня


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πεννιά" в других словарях:

  • πενιά — Μυθολογική προσωποποίηση της φτώχειας. Τη συναντάει κανείς αρχικά στη νήσο Άνδρο. Όταν ο Θεμιστοκλής έφτασε στην Άνδρο, ενώ καταδίωκε τα λείψανα του περσικού στόλου μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ζήτησε από τους Ανδρίους να του δώσουν χρήματα,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»